- ἀσυλλόγιστος
- ἀσυλλόγιστοςnon-syllogisticmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ασυλλόγιστος — και ασυλλόγιαστος, η, ο (AM ἀσυλλόγιστος, ον) [συλλογίζομαι] 1. αυτός που δεν είναι λογικός, ο παράλογος 2. ο απερίσκεπτος νεοελλ. αμέριμνος, ξένοιαστος αρχ. εκείνος που δεν μπορεί να βρεθεί με συλλογισμό … Dictionary of Greek
ασυλλόγιστος — η, ο επίρρ. α απερίσκεπτος, αστόχαστος: Τον ξέρω αυτόν, είναι άνθρωπος ασυλλόγιστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσυλλογίστως — ἀσυλλόγιστος non syllogistic adverbial ἀσυλλόγιστος non syllogistic masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυλλόγιστον — ἀσυλλόγιστος non syllogistic masc/fem acc sg ἀσυλλόγιστος non syllogistic neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυλλογίστοις — ἀσυλλόγιστος non syllogistic masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυλλογίστου — ἀσυλλόγιστος non syllogistic masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυλλογίστους — ἀσυλλόγιστος non syllogistic masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυλλογίστων — ἀσυλλόγιστος non syllogistic masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυλλογίστῳ — ἀσυλλόγιστος non syllogistic masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυλλόγιστα — ἀσυλλόγιστος non syllogistic neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)